τριακονταετής

τριακονταετής
ης, ες тридцатилетний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τριακονταετής" в других словарях:

  • τριακονταέτης — τριᾱκονταέτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταέτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκονταέτης , τριακονταετής masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετής — ές, και τριακονταετής, ες, θηλ. και τριακονταέτις, ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, και τριακοντέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.) 2. (ως επίθ. και ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • τριακονταέτης — ες, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, Α βλ. τριακονταετής …   Dictionary of Greek

  • τριακονταετής — τριᾱκονταετής , τριακονταετής masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριακονταετής πόλεμος — Ευρωπαϊκή σύρραξη, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε γερμανικό έδαφος, μεταξύ των ετών 1618 και 1648. Προήλθε από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε γενική πολεμική κινητοποίηση εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • τριηκονταετέσι — τριακονταετής masc/fem/neut dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοντοέτιδας — τριακονταετής fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • τριακοντούτη — τριᾱκοντούτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετῆ — τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»